στερεογραφικός

στερεογραφικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεογραφία
2. φρ. «στερεογραφική προβολή» — αζιμουθιακή προβολή κατά την οποία ως προβολικό κέντρο χρησιμοποιείται το αντιδιαμετρικό σημείο τού σημείου επαφής τού επιπέδου προβολής με τη γήινη σφαίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στερεογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη στερεογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”